Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πυανόψια
Πυανοψιών
πύανος
πυγαῖος
πύγαργος
πυγή
πυγίδιον
πυγμαῖος
πυγμαχέω
πυγμαχία
πυγμάχος
πυγμή
πυγοστόλος
πυγούσιος
πυγών
πύελος
Πυθαγόρας
Πυθαγόρειος
Πυθαγορίζω
Πυθαεύς
Πυθαϊστής
View word page
πυγμάχος
πυγμάχος πυγ-μάχος (ᾰ), ὁ, πυγμή, μάχομαι one who fights with the fist, a boxer, Lat. pugil, Od., Pind., etc.

ShortDef

one who fights with the fist, a boxer

Debugging

Headword:
πυγμάχος
Headword (normalized):
πυγμάχος
Headword (normalized/stripped):
πυγμαχος
IDX:
28701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28734
Key:
pugma/xos

Data

{'content': 'πυγμάχος\n πυγ-μάχος (ᾰ), ὁ,\n πυγμή, μάχομαι\n one who fights with the fist, a boxer, Lat. pugil, Od., Pind., etc.', 'key': 'pugma/xos'}