Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πτωχοποιός
πτωχός
Πυανόψια
Πυανοψιών
πύανος
πυγαῖος
πύγαργος
πυγή
πυγίδιον
πυγμαῖος
πυγμαχέω
πυγμαχία
πυγμάχος
πυγμή
πυγοστόλος
πυγούσιος
πυγών
πύελος
Πυθαγόρας
Πυθαγόρειος
Πυθαγορίζω
View word page
πυγμαχέω
πυγμαχέω πυγμᾰχέω, fut. -ήσω from πυγμάχος (ᾰ) to practise boxing, be a boxer, Inscr. in Hdt., Anth.

ShortDef

to practise boxing, be a boxer

Debugging

Headword:
πυγμαχέω
Headword (normalized):
πυγμαχέω
Headword (normalized/stripped):
πυγμαχεω
IDX:
28699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28732
Key:
pugmaxe/w

Data

{'content': 'πυγμαχέω\n πυγμᾰχέω,\n fut. -ήσω\n from πυγμάχος (ᾰ)\n to practise boxing, be a boxer, Inscr. in Hdt., Anth.', 'key': 'pugmaxe/w'}