Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθορμέω
ἀνθοσμίας
ἄνθος
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόω
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
ἀνθρωπίζω
ἀνθρωπικός
View word page
ἀνθρακόω
ἀνθρακόω ἄνθραξ Pass. ἀνθρακόομαι, to be burnt to cinders, Aesch.
ShortDef
to burn to cinders
Debugging
Headword:
ἀνθρακόω
Headword (normalized):
ἀνθρακόω
Headword (normalized/stripped):
ανθρακοω
IDX:
2872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2873
Key:
a)nqrako/w
Data
{'content': 'ἀνθρακόω\n ἄνθραξ\n Pass. ἀνθρακόομαι, to be burnt to cinders, Aesch.', 'key': 'a)nqrako/w'}