Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσσω
πτυχή
πτύω
πτωκάς
πτῶμα
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεία
πτωχεύω
πτωχικός
πτωχίστερος
πτωχόμουσος
πτωχοποιός
πτωχός
Πυανόψια
Πυανοψιών
View word page
πτωσκάζω
πτωσκάζω πτωσκάζω, poetic for πτώσσω, Il.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πτωσκάζω
Headword (normalized):
πτωσκάζω
Headword (normalized/stripped):
πτωσκαζω
IDX:
28682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28715
Key:
ptwska/zw
Data
{'content': 'πτωσκάζω\n πτωσκάζω,\n poetic for πτώσσω, Il.', 'key': 'ptwska/zw'}