Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πτύον
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσσω
πτυχή
πτύω
πτωκάς
πτῶμα
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεία
πτωχεύω
πτωχικός
πτωχίστερος
πτωχόμουσος
πτωχοποιός
πτωχός
Πυανόψια
View word page
πτῶσις
πτῶσις πτῶσις, εως, πίπτω, πέπτωκα a falling, fall, Plat. Lat. casus, the case of a noun, Arist.

ShortDef

a falling, fall

Debugging

Headword:
πτῶσις
Headword (normalized):
πτῶσις
Headword (normalized/stripped):
πτωσις
IDX:
28681
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28714
Key:
ptw=sis

Data

{'content': 'πτῶσις\n πτῶσις, εως,\n πίπτω, πέπτωκα\n a falling, fall, Plat.\n Lat. casus, the case of a noun, Arist.', 'key': 'ptw=sis'}