Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πτύξ
πτύον
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσσω
πτυχή
πτύω
πτωκάς
πτῶμα
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεία
πτωχεύω
πτωχικός
πτωχίστερος
πτωχόμουσος
πτωχοποιός
πτωχός
View word page
πτώσιμος
πτώσιμος πτώσιμος, ον, πίπτω, πέπτωκα having fallen, Aesch.
ShortDef
having fallen
Debugging
Headword:
πτώσιμος
Headword (normalized):
πτώσιμος
Headword (normalized/stripped):
πτωσιμος
IDX:
28680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28713
Key:
ptw/simos
Data
{'content': 'πτώσιμος\n πτώσιμος, ον,\n πίπτω, πέπτωκα\n having fallen, Aesch.', 'key': 'ptw/simos'}