Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύον
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσσω
πτυχή
πτύω
πτωκάς
πτῶμα
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεία
πτωχεύω
πτωχικός
πτωχίστερος
πτωχόμουσος
View word page
πτῶμα
πτῶμα πτῶμα, ατος, τό, πίπτω, πέπτωκα a fall, πεσεῖν πτώματʼ οὐκ ἀνασχετά Aesch.; πίπτουσι πτώματʼ αἰσχρά Soph. metaph. a fall, calamity, Lat. casus, Eur. of persons, a fallen body, corpse, carcase, πτῶμα Ἑλένης, Ἐτεοκλέους Eur.; also πτώματα alone, Aesch.

ShortDef

a fall

Debugging

Headword:
πτῶμα
Headword (normalized):
πτῶμα
Headword (normalized/stripped):
πτωμα
IDX:
28678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28711
Key:
ptw=ma

Data

{'content': 'πτῶμα\n πτῶμα, ατος, τό,\n πίπτω, πέπτωκα\n a fall, πεσεῖν πτώματʼ οὐκ ἀνασχετά Aesch.; πίπτουσι πτώματʼ αἰσχρά Soph.\n metaph. a fall, calamity, Lat. casus, Eur.\n of persons, a fallen body, corpse, carcase, πτῶμα Ἑλένης, Ἐτεοκλέους Eur.; also πτώματα alone, Aesch.', 'key': 'ptw=ma'}