Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθομολογέομαι
ἀνθοπλίζω
ἀνθορμέω
ἀνθοσμίας
ἄνθος
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόω
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
ἀνθρώπειος
ἀνθρωπεύομαι
View word page
ἀνθρακίας
ἀνθρακίας ἄνθραξ a man black as a collier, Luc.

ShortDef

a man black as a collier

Debugging

Headword:
ἀνθρακίας
Headword (normalized):
ἀνθρακίας
Headword (normalized/stripped):
ανθρακιας
IDX:
2870
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2871
Key:
a)nqraki/as

Data

{'content': 'ἀνθρακίας\n ἄνθραξ\n a man black as a collier, Luc.', 'key': 'a)nqraki/as'}