Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύον
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσσω
πτυχή
πτύω
πτωκάς
πτῶμα
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτωσκάζω
πτώσσω
πτωχεία
πτωχεύω
View word page
πτυχή
πτυχή πτῠχή, ἡ, = πτύξ, Trag.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πτυχή
Headword (normalized):
πτυχή
Headword (normalized/stripped):
πτυχη
IDX:
28675
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28708
Key:
ptuxh/
Data
{'content': 'πτυχή\n πτῠχή, ἡ,\n = πτύξ, Trag.', 'key': 'ptuxh/'}