Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύον
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσσω
πτυχή
πτύω
πτωκάς
πτῶμα
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτωσκάζω
πτώσσω
View word page
πτυρτικός
πτυρτικός from πτύ_ρομαι πτυρτικός, ή, όν timorous, Strab.

ShortDef

timorous

Debugging

Headword:
πτυρτικός
Headword (normalized):
πτυρτικός
Headword (normalized/stripped):
πτυρτικος
IDX:
28673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28706
Key:
pturtiko/s

Data

{'content': 'πτυρτικός\n from πτύ_ρομαι\n πτυρτικός, ή, όν\n timorous, Strab.', 'key': 'pturtiko/s'}