Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πτολίεθρον
πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύον
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσσω
πτυχή
πτύω
πτωκάς
πτῶμα
πτώξ
πτώσιμος
πτῶσις
πτωσκάζω
View word page
πτύρομαι
πτύρομαι πτύ_ρομαι, Pass.:— to be scared or frightened, properly of horses, Plut.

ShortDef

to be scared

Debugging

Headword:
πτύρομαι
Headword (normalized):
πτύρομαι
Headword (normalized/stripped):
πτυρομαι
IDX:
28672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28705
Key:
ptu/romai

Data

{'content': 'πτύρομαι\n πτύ_ρομαι,\n Pass.:— to be scared or frightened, properly of horses, Plut.', 'key': 'ptu/romai'}