Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πτόα
πτοέω
πτόησις
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαΐς
πτολίεθρον
πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύον
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσσω
πτυχή
πτύω
πτωκάς
View word page
πτόρθος
πτόρθος πτόρθος, ὁ, a young branch, shoot, sucker, sapling, Od., Eur., etc.;— πτ. μέγας, of Herculesʼ club, Anth. a sprouting, budding, Hes.
ShortDef
a young branch, shoot, sucker, sapling
Debugging
Headword:
πτόρθος
Headword (normalized):
πτόρθος
Headword (normalized/stripped):
πτορθος
IDX:
28667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28700
Key:
pto/rqos
Data
{'content': 'πτόρθος\n πτόρθος, ὁ,\n a young branch, shoot, sucker, sapling, Od., Eur., etc.;— πτ. μέγας, of Herculesʼ club, Anth.\n a sprouting, budding, Hes.', 'key': 'pto/rqos'}