Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πτιστής
πτόα
πτοέω
πτόησις
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαΐς
πτολίεθρον
πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύον
πτύρομαι
πτυρτικός
πτύσσω
πτυχή
πτύω
View word page
πτόλις
πτόλις πτόλις, ιος, ἡ, Epic for πόλις, Hom., Aesch., Eur.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πτόλις
Headword (normalized):
πτόλις
Headword (normalized/stripped):
πτολις
IDX:
28666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28699
Key:
pto/lis
Data
{'content': 'πτόλις\n πτόλις, ιος, ἡ,\n Epic for πόλις, Hom., Aesch., Eur.', 'key': 'pto/lis'}