Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πτιλόνωτος
πτιλωτός
πτισάνη
πτίσσω
πτιστής
πτόα
πτοέω
πτόησις
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαΐς
πτολίεθρον
πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύον
πτύρομαι
View word page
πτολίεθρον
πτολίεθρον πτολίεθρον, ου, τό, Epic lengthd. from πτόλις, Hom.
ShortDef
town, city, citadel
Debugging
Headword:
πτολίεθρον
Headword (normalized):
πτολίεθρον
Headword (normalized/stripped):
πτολιεθρον
IDX:
28662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28695
Key:
ptoli/eqron
Data
{'content': 'πτολίεθρον\n πτολίεθρον, ου, τό,\n Epic lengthd. from πτόλις, Hom.', 'key': 'ptoli/eqron'}