Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πτήσσω
πτίλον
πτιλόνωτος
πτιλωτός
πτισάνη
πτίσσω
πτιστής
πτόα
πτοέω
πτόησις
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαΐς
πτολίεθρον
πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
πτόρθος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
View word page
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαϊκός Πτολεμαϊκός, ή, όν of or from Ptolemy, Strab.

ShortDef

of Ptolemy

Debugging

Headword:
Πτολεμαϊκός
Headword (normalized):
πτολεμαϊκός
Headword (normalized/stripped):
πτολεμαικος
IDX:
28660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28693
Key:
*ptolemaiko/s

Data

{'content': 'Πτολεμαϊκός\n Πτολεμαϊκός, ή, όν\n of or from Ptolemy, Strab.', 'key': '*ptolemaiko/s'}