Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνθολογία
ἀνθολόγος
ἀνθομολογέομαι
ἀνθοπλίζω
ἀνθορμέω
ἀνθοσμίας
ἄνθος
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόω
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
ἀνθρωπέη
View word page
ἀνθοφυής
ἀνθοφυής φυή party-coloured, Anth.

ShortDef

party-coloured

Debugging

Headword:
ἀνθοφυής
Headword (normalized):
ἀνθοφυής
Headword (normalized/stripped):
ανθοφυης
IDX:
2868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2869
Key:
a)nqofuh/s

Data

{'content': 'ἀνθοφυής\n φυή\n party-coloured, Anth.', 'key': 'a)nqofuh/s'}