Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πτερωτός
πτηνολέτις
πτηνός
πτῆσις
πτήσσω
πτίλον
πτιλόνωτος
πτιλωτός
πτισάνη
πτίσσω
πτιστής
πτόα
πτοέω
πτόησις
Πτολεμαϊκός
Πτολεμαΐς
πτολίεθρον
πτολιπόρθης
πτολιπόρθιος
πτολίπορθος
πτόλις
View word page
πτιστής
πτιστής πτιστής, οῦ, ὁ, one who shells or pounds, Anth.
ShortDef
one who shells
Debugging
Headword:
πτιστής
Headword (normalized):
πτιστής
Headword (normalized/stripped):
πτιστης
IDX:
28656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28689
Key:
ptisth/s
Data
{'content': 'πτιστής\n πτιστής, οῦ, ὁ,\n one who shells or pounds, Anth.', 'key': 'ptisth/s'}