Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρωσις
πτερωτός
πτηνολέτις
πτηνός
πτῆσις
πτήσσω
πτίλον
πτιλόνωτος
πτιλωτός
πτισάνη
πτίσσω
πτιστής
πτόα
πτοέω
πτόησις
View word page
πτῆσις
πτῆσις πτῆσις, εως, πτῆναι a flying, flight, Aesch.
ShortDef
a flying, flight
Debugging
Headword:
πτῆσις
Headword (normalized):
πτῆσις
Headword (normalized/stripped):
πτησις
IDX:
28649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28682
Key:
pth=sis
Data
{'content': 'πτῆσις\n πτῆσις, εως,\n πτῆναι\n a flying, flight, Aesch.', 'key': 'pth=sis'}