πτηνός
πτηνός
πτηνός, ή, όν
πτῆναι
feathered, winged, Trag., etc.; Διὸς πτ. κύνες, i. e. eagles, Aesch.
τὰ πτηνά winged creatures, fowls, birds, Aesch., Trag.; πτηνὸν ὀρνίθων γένος Ar.; πταναὶ θῆραι chase of winged game, Soph.
metaph., πτηνοὶ μῦθοι, like Homerʼs ἔπεα πτερόεντα, Eur.; πτ. ὄνειροι fleeting dreams, Eur.