Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρωσις
πτερωτός
πτηνολέτις
πτηνός
πτῆσις
πτήσσω
πτίλον
πτιλόνωτος
πτιλωτός
πτισάνη
πτίσσω
πτιστής
πτόα
πτοέω
View word page
πτηνός
πτηνός πτηνός, ή, όν πτῆναι feathered, winged, Trag., etc.; Διὸς πτ. κύνες, i. e. eagles, Aesch. τὰ πτηνά winged creatures, fowls, birds, Aesch., Trag.; πτηνὸν ὀρνίθων γένος Ar.; πταναὶ θῆραι chase of winged game, Soph. metaph., πτηνοὶ μῦθοι, like Homerʼs ἔπεα πτερόεντα, Eur.; πτ. ὄνειροι fleeting dreams, Eur.

ShortDef

feathered, winged

Debugging

Headword:
πτηνός
Headword (normalized):
πτηνός
Headword (normalized/stripped):
πτηνος
IDX:
28648
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28681
Key:
pthno/s

Data

{'content': 'πτηνός\n πτηνός, ή, όν\n πτῆναι\n feathered, winged, Trag., etc.; Διὸς πτ. κύνες, i. e. eagles, Aesch.\n τὰ πτηνά winged creatures, fowls, birds, Aesch., Trag.; πτηνὸν ὀρνίθων γένος Ar.; πταναὶ θῆραι chase of winged game, Soph.\n metaph., πτηνοὶ μῦθοι, like Homerʼs ἔπεα πτερόεντα, Eur.; πτ. ὄνειροι fleeting dreams, Eur.', 'key': 'pthno/s'}