Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθολκή
ἀνθολογία
ἀνθολόγος
ἀνθομολογέομαι
ἀνθοπλίζω
ἀνθορμέω
ἀνθοσμίας
ἄνθος
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόω
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
ἀνθρωπάρεσκος
ἀνθρωπάριον
View word page
ἀνθοφόρος
ἀνθοφόρος φέρω bearing flowers, flowery, Ar., Anth.
ShortDef
bearing flowers, flowery
Debugging
Headword:
ἀνθοφόρος
Headword (normalized):
ἀνθοφόρος
Headword (normalized/stripped):
ανθοφορος
IDX:
2867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2868
Key:
a)nqofo/ros
Data
{'content': 'ἀνθοφόρος\n φέρω\n bearing flowers, flowery, Ar., Anth.', 'key': 'a)nqofo/ros'}