Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πτεροφυέω
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρωσις
πτερωτός
πτηνολέτις
πτηνός
πτῆσις
πτήσσω
πτίλον
πτιλόνωτος
πτιλωτός
πτισάνη
πτίσσω
πτιστής
View word page
πτερωτός
πτερωτός πτερωτός, ή, όν πτερόω feathered, Hdt., Eur., etc. winged, Hdt., Trag.; so, πτ. φθόγγος, a sound as of wings, Ar. πτερωτοί (sc. ὄρνιθες) feathered fowl, birds, Eur.

ShortDef

feathered

Debugging

Headword:
πτερωτός
Headword (normalized):
πτερωτός
Headword (normalized/stripped):
πτερωτος
IDX:
28646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28679
Key:
pterwto/s

Data

{'content': 'πτερωτός\n πτερωτός, ή, όν\n πτερόω\n feathered, Hdt., Eur., etc.\n winged, Hdt., Trag.; so, πτ. φθόγγος, a sound as of wings, Ar.\n πτερωτοί (sc. ὄρνιθες) feathered fowl, birds, Eur.', 'key': 'pterwto/s'}