πτερυγωτός
πτερυγωτός
πτερῠγωτός, ή, όν
as if from πτερυγόω πτερόω
having wings, winged, Ar.
{ "content": "πτερυγωτός\n πτερῠγωτός, ή, όν\n as if from πτερυγόω πτερόω\n having wings, winged, Ar.", "key": "pterugwto/s" }