Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρωσις
πτερωτός
πτηνολέτις
πτηνός
πτῆσις
πτήσσω
View word page
πτερύγιον
πτερύγιον Dim. of πτέρυξ, Arist. the wing of a building, a turret or pinnacle, NTest.

ShortDef

the wing

Debugging

Headword:
πτερύγιον
Headword (normalized):
πτερύγιον
Headword (normalized/stripped):
πτερυγιον
IDX:
28640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28673
Key:
pteru/gion

Data

{'content': 'πτερύγιον\n Dim. of πτέρυξ, Arist.\n the wing of a building, a turret or pinnacle, NTest.', 'key': 'pteru/gion'}