Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρωσις
πτερωτός
View word page
πτεροφυέω
πτεροφυέω πτερο-φυέω, fut. -ήσω φύω to grow feathers, Plat.
ShortDef
to grow feathers
Debugging
Headword:
πτεροφυέω
Headword (normalized):
πτεροφυέω
Headword (normalized/stripped):
πτεροφυεω
IDX:
28636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28669
Key:
pterofue/w
Data
{'content': 'πτεροφυέω\n πτερο-φυέω,\n fut. -ήσω\n φύω\n to grow feathers, Plat.', 'key': 'pterofue/w'}