Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
πτέρωσις
View word page
πτεροφόρος
πτεροφόρος πτερο-φόρος, ον, φέρω feathered, winged, Aesch., Eur.; πτ. φῦλα the feathered tribes, Ar.:—metaph., πτ. Διὸς βέλος the winged bolt of Zeus, Ar.
ShortDef
feathered, winged
Debugging
Headword:
πτεροφόρος
Headword (normalized):
πτεροφόρος
Headword (normalized/stripped):
πτεροφορος
IDX:
28635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28668
Key:
pterofo/ros
Data
{'content': 'πτεροφόρος\n πτερο-φόρος, ον,\n φέρω\n feathered, winged, Aesch., Eur.; πτ. φῦλα the feathered tribes, Ar.:—metaph., πτ. Διὸς βέλος the winged bolt of Zeus, Ar.', 'key': 'pterofo/ros'}