Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πτερίσκος
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωτός
πτέρυξ
πτερύσσομαι
πτέρωμα
View word page
πτερορρυέω
πτερορρυέω πτερορ-ρυέω, ῥέω to shed the feathers, moult, Ar.: metaph. to be plucked, fleeced, plundered, Ar.
ShortDef
to shed the feathers, moult
Debugging
Headword:
πτερορρυέω
Headword (normalized):
πτερορρυέω
Headword (normalized/stripped):
πτερορρυεω
IDX:
28634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28667
Key:
pterorrue/w
Data
{'content': 'πτερορρυέω\n πτερορ-ρυέω,\n ῥέω\n to shed the feathers, moult, Ar.: metaph. to be plucked, fleeced, plundered, Ar.', 'key': 'pterorrue/w'}