Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πτελέα
πτέρινος
πτερίσκος
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
πτερυγωτός
πτέρυξ
View word page
πτεροποίκιλος
πτεροποίκιλος πτερο-ποίκῐλος, ον, motley-feathered, Ar.

ShortDef

motley-feathered

Debugging

Headword:
πτεροποίκιλος
Headword (normalized):
πτεροποίκιλος
Headword (normalized/stripped):
πτεροποικιλος
IDX:
28632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28665
Key:
pteropoi/kilos

Data

{'content': 'πτεροποίκιλος\n πτερο-ποίκῐλος, ον,\n motley-feathered, Ar.', 'key': 'pteropoi/kilos'}