Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πταρμός
πτάρνυμαι
πτελέα
πτέρινος
πτερίσκος
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
πτερύγιον
View word page
πτερόεις
πτερόεις πτερόεις, εσσα, εν feathered, winged, ὀϊστοί, ἰοί Il.; πέδιλα Hes., etc. feather-like, light, λαισήια Il. metaph., ἔπεα πτερόεντα winged words, Hom., Hes.; so, πτ. ὕμνος Pind.; also, φυγὴ πτερόεσσα Eur.

ShortDef

feathered, winged

Debugging

Headword:
πτερόεις
Headword (normalized):
πτερόεις
Headword (normalized/stripped):
πτεροεις
IDX:
28630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28663
Key:
ptero/eis

Data

{'content': 'πτερόεις\n πτερόεις, εσσα, εν\n feathered, winged, ὀϊστοί, ἰοί Il.; πέδιλα Hes., etc.\n feather-like, light, λαισήια Il.\n metaph., ἔπεα πτερόεντα winged words, Hom., Hes.; so, πτ. ὕμνος Pind.; also, φυγὴ πτερόεσσα Eur.', 'key': 'ptero/eis'}