Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πτάξ
πταρμός
πτάρνυμαι
πτελέα
πτέρινος
πτερίσκος
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφύτωρ
πτερόω
πτερυγίζω
View word page
πτεροδόνητος
πτεροδόνητος πτερο-δόνητος, ον, δονέω moved by flapping wings: metaph. high-soaring, Ar.
ShortDef
moved by flapping wings
Debugging
Headword:
πτεροδόνητος
Headword (normalized):
πτεροδόνητος
Headword (normalized/stripped):
πτεροδονητος
IDX:
28629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28662
Key:
pterodo/nhtos
Data
{'content': 'πτεροδόνητος\n πτερο-δόνητος, ον,\n δονέω\n moved by flapping wings: metaph. high-soaring, Ar.', 'key': 'pterodo/nhtos'}