Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πταῖσμα
πταίω
πτάξ
πταρμός
πτάρνυμαι
πτελέα
πτέρινος
πτερίσκος
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτεροφόρος
πτεροφυέω
πτεροφύτωρ
View word page
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοτρώκτης Πτερνο-τρώκτης, ου, ὁ, τρώγω ham-nibbler, Batr.

ShortDef

Ham-nibbler

Debugging

Headword:
Πτερνοτρώκτης
Headword (normalized):
πτερνοτρώκτης
Headword (normalized/stripped):
πτερνοτρωκτης
IDX:
28627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28660
Key:
*pternotrw/kths

Data

{'content': 'Πτερνοτρώκτης\n Πτερνο-τρώκτης, ου, ὁ,\n τρώγω\n ham-nibbler, Batr.', 'key': '*pternotrw/kths'}