Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνθοκρατέω
ἀνθόκροκος
ἀνθολκή
ἀνθολογία
ἀνθολόγος
ἀνθομολογέομαι
ἀνθοπλίζω
ἀνθορμέω
ἀνθοσμίας
ἄνθος
ἀνθοσύνη
ἀνθοφορέω
ἀνθοφόρος
ἀνθοφυής
ἀνθρακιά
ἀνθρακίας
ἀνθρακίζω
ἀνθρακόω
ἄνθραξ
ἀνθρήνη
ἀνθρήνιον
View word page
ἀνθοσύνη
ἀνθοσύνη ἄνθος bloom, luxuriant growth, Anth.
ShortDef
bloom, luxuriant growth
Debugging
Headword:
ἀνθοσύνη
Headword (normalized):
ἀνθοσύνη
Headword (normalized/stripped):
ανθοσυνη
IDX:
2865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2866
Key:
a)nqosu/nh
Data
{'content': 'ἀνθοσύνη\n ἄνθος\n bloom, luxuriant growth, Anth.', 'key': 'a)nqosu/nh'}