Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πταίρω
πταῖσμα
πταίω
πτάξ
πταρμός
πτάρνυμαι
πτελέα
πτέρινος
πτερίσκος
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερόπους
πτερορρυέω
πτεροφόρος
πτεροφυέω
View word page
Πτερνογλύφος
Πτερνογλύφος Πτερνο-γλύφος (ῠ), ὁ, γλύπτω ham-scraper, Batr.

ShortDef

Ham-scraper

Debugging

Headword:
Πτερνογλύφος
Headword (normalized):
πτερνογλύφος
Headword (normalized/stripped):
πτερνογλυφος
IDX:
28626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28659
Key:
*pternoglu/fos

Data

{'content': 'Πτερνογλύφος\n Πτερνο-γλύφος (ῠ), ὁ,\n γλύπτω\n ham-scraper, Batr.', 'key': '*pternoglu/fos'}