Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωὐδᾶν
πταίρω
πταῖσμα
πταίω
πτάξ
πταρμός
πτάρνυμαι
πτελέα
πτέρινος
πτερίσκος
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
πτερόπους
View word page
πτέρινος
πτέρινος πτέρῐνος, η, ον πτερόν made of feathers, πτ. κύκλος a feather- fan, Eur.; πτ. ῥιπίς Anth. feathered, winged, Ar.
ShortDef
made of feathers
Debugging
Headword:
πτέρινος
Headword (normalized):
πτέρινος
Headword (normalized/stripped):
πτερινος
IDX:
28623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28656
Key:
pte/rinos
Data
{'content': 'πτέρινος\n πτέρῐνος, η, ον\n πτερόν\n made of feathers, πτ. κύκλος a feather- fan, Eur.; πτ. ῥιπίς Anth.\n feathered, winged, Ar.', 'key': 'pte/rinos'}