Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωὐδᾶν
πταίρω
πταῖσμα
πταίω
πτάξ
πταρμός
πτάρνυμαι
πτελέα
πτέρινος
πτερίσκος
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
πτεροποίκιλος
View word page
πτελέα
πτελέα .πτελέα, Ionic -έη, ἡ, the elm, Lat. ulmus, Il.
ShortDef
the elm
Debugging
Headword:
πτελέα
Headword (normalized):
πτελέα
Headword (normalized/stripped):
πτελεα
IDX:
28622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28655
Key:
ptele/a
Data
{'content': 'πτελέα\n .πτελέα, Ionic -έη, ἡ,\n the elm, Lat. ulmus, Il.', 'key': 'ptele/a'}