Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωὐδᾶν
πταίρω
πταῖσμα
πταίω
πτάξ
πταρμός
πτάρνυμαι
πτελέα
πτέρινος
πτερίσκος
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
πτερόν
View word page
πτάρνυμαι
πτάρνυμαι to sneeze, (v. *πταίρω), Xen.

ShortDef

to sneeze

Debugging

Headword:
πτάρνυμαι
Headword (normalized):
πτάρνυμαι
Headword (normalized/stripped):
πταρνυμαι
IDX:
28621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28654
Key:
pta/rnumai

Data

{'content': 'πτάρνυμαι\n to sneeze, (v. *πταίρω), Xen.', 'key': 'pta/rnumai'}