Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρωτοστάτης
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωὐδᾶν
πταίρω
πταῖσμα
πταίω
πτάξ
πταρμός
πτάρνυμαι
πτελέα
πτέρινος
πτερίσκος
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
πτερόεις
View word page
πταρμός
πταρμός πταρμός, οῦ, ὁ, πταίρω a sneezing, Ar., Thuc., etc.
ShortDef
a sneezing
Debugging
Headword:
πταρμός
Headword (normalized):
πταρμός
Headword (normalized/stripped):
πταρμος
IDX:
28620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28653
Key:
ptarmo/s
Data
{'content': 'πταρμός\n πταρμός, οῦ, ὁ,\n πταίρω\n a sneezing, Ar., Thuc., etc.', 'key': 'ptarmo/s'}