Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρωτοπορεία
πρωτοστάτης
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωὐδᾶν
πταίρω
πταῖσμα
πταίω
πτάξ
πταρμός
πτάρνυμαι
πτελέα
πτέρινος
πτερίσκος
πτέρνα
Πτερνογλύφος
Πτερνοτρώκτης
Πτερνοφάγος
πτεροδόνητος
View word page
πτάξ
πτάξ πτάξ, gen. πτᾰκός, οῦ, ὁ, πτήσσω = πτώξ, Aesch.
ShortDef
cowering
Debugging
Headword:
πτάξ
Headword (normalized):
πτάξ
Headword (normalized/stripped):
πταξ
IDX:
28619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28652
Key:
pta/c
Data
{'content': 'πτάξ\n πτάξ, gen. πτᾰκός, οῦ, ὁ,\n πτήσσω\n = πτώξ, Aesch.', 'key': 'pta/c'}