Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορεία
πρωτοστάτης
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωὐδᾶν
πταίρω
πταῖσμα
πταίω
πτάξ
πταρμός
πτάρνυμαι
πτελέα
πτέρινος
πτερίσκος
View word page
πρωτότομος
πρωτότομος πρωτό-τομος, ον, τέμνω first cut, Anth.

ShortDef

first cut

Debugging

Headword:
πρωτότομος
Headword (normalized):
πρωτότομος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτομος
IDX:
28614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28647
Key:
prwto/tomos

Data

{'content': 'πρωτότομος\n πρωτό-τομος, ον,\n τέμνω\n first cut, Anth.', 'key': 'prwto/tomos'}