Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορεία
πρωτοστάτης
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωὐδᾶν
πταίρω
πταῖσμα
πταίω
πτάξ
πταρμός
πτάρνυμαι
πτελέα
πτέρινος
View word page
πρωτότοκος
πρωτότοκος cf. πρωτοτόκος τίκτω pass. first-born, Anth., NTest.
ShortDef
first-born
Debugging
Headword:
πρωτότοκος
Headword (normalized):
πρωτότοκος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτοκος
IDX:
28613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28646
Key:
prwto/tokos
Data
{'content': 'πρωτότοκος\n cf. πρωτοτόκος\n τίκτω\n pass. first-born, Anth., NTest.', 'key': 'prwto/tokos'}