Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορεία
πρωτοστάτης
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωὐδᾶν
πταίρω
πταῖσμα
πταίω
πτάξ
πταρμός
πτάρνυμαι
View word page
πρωτοτόκια
πρωτοτόκια πρωτοτόκια, ων, τά, the rights of the first-born, birthright, NTest. from πρωτοτόκος

ShortDef

the rights of the first-born, birthright

Debugging

Headword:
πρωτοτόκια
Headword (normalized):
πρωτοτόκια
Headword (normalized/stripped):
πρωτοτοκια
IDX:
28611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28644
Key:
prwtoto/kia

Data

{'content': 'πρωτοτόκια\n πρωτοτόκια, ων, τά,\n the rights of the first-born, birthright, NTest.\n from πρωτοτόκος', 'key': 'prwtoto/kia'}