Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρωτοκαθεδρία
πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορεία
πρωτοστάτης
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωὐδᾶν
πταίρω
πταῖσμα
πταίω
πτάξ
πταρμός
View word page
πρωτοστάτης
πρωτοστάτης πρωτο-στάτης (ᾰ), ου, ὁ, στῆναι one who stands first, on the right, the right-hand man, Thuc.; but οἱ πρ. the front-rank men, Xen. metaph. the leader of a party, NTest.

ShortDef

one who stands first, on the right, the right-hand man

Debugging

Headword:
πρωτοστάτης
Headword (normalized):
πρωτοστάτης
Headword (normalized/stripped):
πρωτοστατης
IDX:
28610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28643
Key:
prwtosta/ths

Data

{'content': 'πρωτοστάτης\n πρωτο-στάτης (ᾰ), ου, ὁ,\n στῆναι\n one who stands first, on the right, the right-hand man, Thuc.; but οἱ πρ. the front-rank men, Xen.\n metaph. the leader of a party, NTest.', 'key': 'prwtosta/ths'}