Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρωτόγονος
πρωτόζυξ
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορεία
πρωτοστάτης
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωὐδᾶν
πταίρω
πταῖσμα
πταίω
View word page
πρωτόπλοος
πρωτόπλοος πρωτό-πλους, ουν, going to sea for the first time, Od., Eur.; πρ. πλάτα the firstplied oar (of the ship Argo), Eur. sailing first or foremost, Xen.

ShortDef

going to sea for the first time; sailing in the front line

Debugging

Headword:
πρωτόπλοος
Headword (normalized):
πρωτόπλοος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοπλοος
IDX:
28608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28641
Key:
prwto/plous

Data

{'content': 'πρωτόπλοος\n πρωτό-πλους, ουν,\n going to sea for the first time, Od., Eur.; πρ. πλάτα the firstplied oar (of the ship Argo), Eur.\n sailing first or foremost, Xen.', 'key': 'prwto/plous'}