Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρώτιστος
πρωτόβολος
πρωτόγονος
πρωτόζυξ
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορεία
πρωτοστάτης
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
πρωὐδᾶν
πταίρω
View word page
πρωτόμορος
πρωτόμορος πρωτό-μορος, ον, dying or dead first, Aesch.

ShortDef

dying or dead first

Debugging

Headword:
πρωτόμορος
Headword (normalized):
πρωτόμορος
Headword (normalized/stripped):
πρωτομορος
IDX:
28606
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28639
Key:
prwto/moros

Data

{'content': 'πρωτόμορος\n πρωτό-μορος, ον,\n dying or dead first, Aesch.', 'key': 'prwto/moros'}