Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρωτεύω
πρωτηρότης
πρώτιστος
πρωτόβολος
πρωτόγονος
πρωτόζυξ
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορεία
πρωτοστάτης
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
πρωτότομος
View word page
πρωτόλεια
πρωτόλεια πρωτόλεια, ων, τά, λεία the first spoils in war, the firstfruits; τῶν σῶν γονάτων πρωτόλεια as the first act of my supplication, Eur.

ShortDef

the first spoils

Debugging

Headword:
πρωτόλεια
Headword (normalized):
πρωτόλεια
Headword (normalized/stripped):
πρωτολεια
IDX:
28604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28637
Key:
prwto/leia

Data

{'content': 'πρωτόλεια\n πρωτόλεια, ων, τά,\n λεία\n the first spoils in war, the firstfruits; τῶν σῶν γονάτων πρωτόλεια as the first act of my supplication, Eur.', 'key': 'prwto/leia'}