Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Πρωτεσίλαος
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρώτιστος
πρωτόβολος
πρωτόγονος
πρωτόζυξ
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορεία
πρωτοστάτης
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
πρωτότοκος
View word page
πρωτοκύων
πρωτοκύων πρωτο-κύων, ονος, ὁ, first dog, i. e. chief of the Cynics, Anth.
ShortDef
first dog
Debugging
Headword:
πρωτοκύων
Headword (normalized):
πρωτοκύων
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκυων
IDX:
28603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28636
Key:
prwtoku/wn
Data
{'content': 'πρωτοκύων\n πρωτο-κύων, ονος, ὁ,\n first dog, i. e. chief of the Cynics, Anth.', 'key': 'prwtoku/wn'}