Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρώτιστος
πρωτόβολος
πρωτόγονος
πρωτόζυξ
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορεία
πρωτοστάτης
πρωτοτόκια
πρωτοτόκος
View word page
πρωτοκτόνος
πρωτοκτόνος πρωτο-κτόνος, ον, κτείνω committing the first murder, the first homicide, of Ixion, Aesch.

ShortDef

committing the first murder, the first homicide

Debugging

Headword:
πρωτοκτόνος
Headword (normalized):
πρωτοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοκτονος
IDX:
28602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28635
Key:
prwtokto/nos

Data

{'content': 'πρωτοκτόνος\n πρωτο-κτόνος, ον,\n κτείνω\n committing the first murder, the first homicide, of Ixion, Aesch.', 'key': 'prwtokto/nos'}