Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρωταγωνιστής
πρώταρχος
πρωτεῖον
Πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρώτιστος
πρωτόβολος
πρωτόγονος
πρωτόζυξ
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
πρωτοπορεία
View word page
πρωτόζυξ
πρωτόζυξ πρωτό-ζυξ, ῠγος, ζεύγνυμι newly wedded, Anth.
ShortDef
newly wedded
Debugging
Headword:
πρωτόζυξ
Headword (normalized):
πρωτόζυξ
Headword (normalized/stripped):
πρωτοζυξ
IDX:
28599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28632
Key:
prwto/zuc
Data
{'content': 'πρωτόζυξ\n πρωτό-ζυξ, ῠγος,\n ζεύγνυμι\n newly wedded, Anth.', 'key': 'prwto/zuc'}