Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρωταγωνιστέω
πρωταγωνιστής
πρώταρχος
πρωτεῖον
Πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρώτιστος
πρωτόβολος
πρωτόγονος
πρωτόζυξ
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
πρωτόπλοος
View word page
πρωτόγονος
πρωτόγονος πρωτό-γονος, ον, γίγνομαι first-born, firstling, Il., Hes.; φοῖνιξ πρ. first-created, Eur. of rank, πρ. οἶκοι high-born houses, Soph. first-ordained, Luc.

ShortDef

first-born, firstling

Debugging

Headword:
πρωτόγονος
Headword (normalized):
πρωτόγονος
Headword (normalized/stripped):
πρωτογονος
IDX:
28598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28631
Key:
prwto/gonos

Data

{'content': 'πρωτόγονος\n πρωτό-γονος, ον,\n γίγνομαι\n first-born, firstling, Il., Hes.; φοῖνιξ πρ. first-created, Eur.\n of rank, πρ. οἶκοι high-born houses, Soph.\n first-ordained, Luc.', 'key': 'prwto/gonos'}