Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
πρωταγωνιστής
πρώταρχος
πρωτεῖον
Πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρώτιστος
πρωτόβολος
πρωτόγονος
πρωτόζυξ
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
πρωτοπήμων
View word page
πρωτόβολος
πρωτόβολος πρωτό-βολος, ον, βάλλω first struck, Eur.
ShortDef
first struck
Debugging
Headword:
πρωτόβολος
Headword (normalized):
πρωτόβολος
Headword (normalized/stripped):
πρωτοβολος
IDX:
28597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28630
Key:
prwto/bolos
Data
{'content': 'πρωτόβολος\n πρωτό-βολος, ον,\n βάλλω\n first struck, Eur.', 'key': 'prwto/bolos'}