Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρωτάγγελος
πρωτάγριον
πρωταγωνιστέω
πρωταγωνιστής
πρώταρχος
πρωτεῖον
Πρωτεσιλάειον
Πρωτεσίλαος
πρωτεύω
πρωτηρότης
πρώτιστος
πρωτόβολος
πρωτόγονος
πρωτόζυξ
πρωτοκαθεδρία
πρωτοκλισία
πρωτοκτόνος
πρωτοκύων
πρωτόλεια
πρωτόμαντις
πρωτόμορος
View word page
πρώτιστος
πρώτιστος πρώτιστος, η, ον poet. Sup. of πρῶτος the very first, first of the first, Hom.; πολὺ πρώτιστος Hom.: neut. πρώτιστον as adv. first of all, Od., Ar., etc.: —so πρώτιστα, Hom., Attic; —τὸ πρώτιστον Eur.; τὰ πρώτιστα Od.

ShortDef

the very first, first of the first

Debugging

Headword:
πρώτιστος
Headword (normalized):
πρώτιστος
Headword (normalized/stripped):
πρωτιστος
IDX:
28596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28629
Key:
prw/tistos

Data

{'content': 'πρώτιστος\n πρώτιστος, η, ον\n poet. Sup. of πρῶτος\n the very first, first of the first, Hom.; πολὺ πρώτιστος Hom.: neut. πρώτιστον as adv. first of all, Od., Ar., etc.: —so πρώτιστα, Hom., Attic; —τὸ πρώτιστον Eur.; τὰ πρώτιστα Od.', 'key': 'prw/tistos'}