πρώτιστος
πρώτιστος
πρώτιστος, η, ον
poet. Sup. of πρῶτος
the very first, first of the first, Hom.; πολὺ πρώτιστος Hom.: neut. πρώτιστον as adv. first of all, Od., Ar., etc.: —so πρώτιστα, Hom., Attic; —τὸ πρώτιστον Eur.; τὰ πρώτιστα Od.